недостоиныи — (350) пр. 1. Недостойный, негодный, презренный, бесчестный: ˫Ако обрѣтохъ недостоинъ сы такъ даръ. ѥже ми сѧ поѹчѧти словесьмъ твоимъ дьнь и ношть. Изб 1076, 3 об.; г҃и простите мѧ грѣшьнаго и ѹбогаго и недостоинаго съгрѣшьша тебе аминъ. Мин 1095 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
κορόιδο — το 1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός 2. αυτός που εξαπατάται εύκολα 3. είδος παιχνιδιού με μπάλα 4. φρ. «μ έπιασε κορόιδο» με εκμεταλλεύθηκε 5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» ο ισχυρός, όταν… … Dictionary of Greek
μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek